- μέστωσις
- μέστωσις, ἡ (Α) [μεστώ]1. πλήρωση, γέμισμα, κορεσμός2. πλησμονή, αφθονία3. μτφ. (στην κριτική τού λόγου) η πομπώδης λεκτική έκφραση, το παραγέμισμα, η επισώρευση λεπτομερειών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέστωσις — filling full fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεστώσει — μέστωσις filling full fem nom/voc/acc dual (attic epic) μεστώσεϊ , μέστωσις filling full fem dat sg (epic) μέστωσις filling full fem dat sg (attic ionic) μεστόω fill full of aor subj act 3rd sg (epic) μεστόω fill full of fut ind mid 2nd sg μεστόω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεστώσεις — μέστωσις filling full fem nom/voc pl (attic epic) μέστωσις filling full fem nom/acc pl (attic) μεστόω fill full of aor subj act 2nd sg (epic) μεστόω fill full of fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέστωσιν — μέστωσις filling full fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεστώσεως — μεστώσεω̆ς , μέστωσις filling full fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)